Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Κύκλος του νερού


O κύκλος του νερού — γνωστός και ως υδρολογικός κύκλος — είναι η συνεχής ανακύκλωση του νερού της Γης μέσα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα. Το συνεχές της κυκλικής διαδικασίας του κύκλου του νερού επιτυγχάνεται εξαιτίας της ηλιακής ακτινοβολίας.


Το νερό του πλανήτη αλλάζει συνεχώς φυσική κατάσταση, από τη στερεά μορφή των πάγων στην υγρή μορφή των ποταμών, λιμνών και της θάλασσας και την αέρια κατάσταση των υδρατμών.
Πιο συγκεκριμένα, λόγω της θέρμανσης και των ανέμων στην επιφάνεια της γης τα νερά της εξατμίζονται και μαζεύονται ως υδρατμοί δημιουργώντας τα σύννεφα. Οι υδρατμοί συμπυκνώνονται, υγροποιούνται και στη συνέχεια πέφτουν ως βροχή ή άλλες μορφές υετού, εμπλουτίζοντας έτσι τις αποθήκες νερού της γης, είτε είναι αυτές επιφανειακές, όπως οι θάλασσες και οι λίμνες, είτε είναι υπόγειες.
Ο κύκλος του νερού αποτελεί αντικείμενο του επιστημονικού κλάδου της υδρολογίας για ότι συμβαίνει ή παρατηρείται στο έδαφος και της Μετεωρολογίας για ότι συμβαίνει εξ αυτού στην ατμόσφαιρα.
Ειδικότερα στη Μετεωρολογία ο υδρολογικός κύκλος αποτελεί το σπουδαιότερο καιρικό φαινόμενο ως σύνολο επιμέρους φαινομένων. Αυτός ρυθμίζει την υγρασία του εδάφους, τη λαμπρότητα της ημέρας, και τέλος τη συχνότητα και ένταση των υδρομετρητών, εκτός του γιγάντιου εκείνου έργου της μεταφοράς ενέργειας από τα μικρά στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη.

Σήμερα ο τζαγκάρης, είναι ο τεχνίτης που κατά κύριο λόγο επιδιορθώνει τα παπούτσια μας. Παλιότερα όμως, ο τζαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή μετά από παραγγελία. Η κατασκευή ήταν χειροποίητη και τα παπούτσια ήταν πάντα ραφτά και καρφωτά και δερμάτινα πάνω – κάτω.
Το τζαγκαράδικο αποτελούνταν από τον πάγκο εργασίας και από τις καρέκλες που κάθιζαν ο τζαγκάρης, οι καλφάδες και τα τσιράκια. Πάνω ή κοντά στον πάγκο ήταν τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιούσε ο τζαγκάρης, δηλαδή, τα σουβλιά οι τζαγκαροβελόνες, οι φαλτσέτες, τα σφυριά, οι κατσαμπρόκοι, οι σπάγγοι και τα καλαπόδια. Οι τζαγκάρηδες χρησιμοποιούσαν επίσης πεταλάκια και ειδικά καρφιά που τοποθετούσαν κάτω από τη σόλα για να κρατήσουν περισσότερο τα παπούτσια. Κοντά στον πάγκο υπήρχε το μαστέλο γεμάτο νερό, όπου έβαζαν τα πετσιά και τις χοντρές βακέτες να απαλύνουν (μαλακώσουν). Δίπλα στο μαστέλο ήταν μία τάβλα (σανίδα) την οποία έπαιρνε στα γόνατα του ο τζαγκάρης και κοπάνιζε τα μαλακωμένα δέρματα. Πάνω στην τάβλα κόβονταν επίσης τα δέρματα, που χρησιμοποιούνταν για όλα τα είδη καλίκωσης με το ειδικό τζαγκαρομάχαιρο, που είχε σχήμα μικρού γιαταγανιού με τη διαφορά ότι η κόψη ήταν από την εξωτερική μεριά.
Στην Κρήτη οι τζαγκάρηδες έδειχναν τη δεξιοτεχνία τους στην κατασκευή των στιβανιών αφού ήταν η κύρια καλίκωση των κατοίκων του νησιού. Μερακλίδικα στιβάνια μπορούσε κανείς να παραγγείλει σε τζαγκάρηδες των χωριών ή σε μικρές οικοτεχνίες τα λεγόμενα παραγγελίστικα. Τα έτοιμα στιβάνια τα λεγόμενα ζημοπουλίτικα, που έβγαιναν στις περισσότερο οργανωμένες βιοτεχνίες κυρίως στις πολιτείες, γίνονταν με φτηνά υλικά και με όχι πολύ μεγάλη τεχνική επιμέλεια όσο τα παραγγελίστικα και γι’ αυτό τα περιφρονούσαν οι μερακλήδες πελάτες.
Σήμερα το επάγγελμα του παραδοσιακού τζαγκάρη είναι ένα από αυτά που χάνονται. Όσοι υπάρχουν ασχολούνται μόνο με επιδιορθώσεις, εκτός ορισμένων που φτιάχνουν και στιβάνια μετά από παραγγελία του πελάτη.
Το επάγγελμα του τσαγκάρη είναι να φτιάχνει παπούτσια, αλλά σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα παπούτσια. Το τσαγκαράδικο ήταν ο χώρος όπου ήταν ο πάγκος, οι βελόνες, οι σακοράφες, τα σουβλιά τα σφυράκια και οι λίμες,οι τανάλιες και τα καλαπόδια. Τότε δεν υπήρχαν κόλλες και μηχανές. Ο τσαγκάρης δούλευε ώρες ατέλειωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του.
Σταύρος τζανετάτος και Σταύρος νίκας
Ο Γαλατάς

Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.



Από Λένα Παπανδρέου και Μαρίσια

O παγοπώλης ήταν από τους πιο αγαπημένους και ευπρόσδεκτους τακτικούς επισκέπτες των νοικοκυριών μέχρι το 1931, οπότε ο Αμερικανός χημικός Tόμας Mίτζλι παρασκεύασε ένα χημικό μόριο της κατηγορίας των χλωροφθορανθράκων, που γρήγορα οδήγησε στην ανακάλυψη του φρέον, μίας ουσίας άοσμης, σταθερής και μη τοξικής.
Tα ψυγεία όπως τα ξέρουμε σήμερα είχαν γεννηθεί. Mέχρι τότε οι άνθρωποι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους σε πάγο ή σε ογκώδη ψυγεία που χρησιμοποιούσαναμμωνία, ουσία διαβρωτική και δηλητηριώδης. Aργότερα ανακαλύφθηκε ότι οι χλωροφθοράνθρακες βλάπτουν το στρώμα του όζοντος και σήμερα γίνονται προσπάθειες να αντικατασταθούν.
Το παγοποιείο του Φιξ στα Πατήσια, που παρήγε κολόνες πάγου από το 1903, τα τελευταία χρόνια εξυπηρετούσε κάποιες λίγες σημερινές ανάγκες. Έδινε τις παγοκολόνες του στα ψαράδικα για τη συντήρηση των ψαριών. Σταμάτησε τη λειτουργία το 1983 και σήμερα δεν υπάρχει ούτε ως ερείπια, παρότι θεωρήθηκε εξαιρετικό δείγμα της νεώτερης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής.
Η παραγωγή του πάγου ήταν πολλαπλάσια πριν πενήντα 50 χρόνια, όταν εφοδίαζε τα ψυγεία των σπιτιών. Χρόνο με το χρόνο, όμως, τα ψυγεία αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ και ο παγοπώλης δεν περνά πλέον με το κάρο του ή με τη τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του από τις γειτονιές για τη διανομή του πάγου. Δεν αφήνει τις παγοκολόνες να αργολιώνουν στο κεφαλόσκαλο. Και το βρυσάκι του ψυγείου με το στόμιο τυλιγμένο με λευκό τουλπάνι δεν στάζει πια δροσοσταλίδες....
ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ - ΑΛΜΠΑΝΤΗΣ
Α

μα εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, όπου οι ιδιοκτήτες έφερναν από τα γύρω χωριά τα ζώα τους  για πετάλωμα. Το καλίκωμα (πετάλωμα), που έκανε ο αλμπάντης ήτανε δυο ειδών: το καινούριο πετάλωμα και το καγιάρι.
Το καινούριο πετάλωμα γινόταν όταν τα πέταλα του ζώου είχαν φαγωθεί με τη χρήση. Στην περίπτωση αυτή ο αλμπάντης έδενε με το χαλιναρόσκοινο το ζώο σε ειδική δέστρα και έπαιρνε με τη σειρά το ένα μετά το άλλο τα πόδια του ζώου και αφού προσάρμοζε το καθένα πάνω στο γόνατο του με μια κυκλική δερμάτινη λουρίδα, αφαιρούσε με τη ντανάλια το φθαρμένο πέταλο. Κατόπιν έκοβε με το ειδικό δράπανο-νυχοκόφτη το νύχι, του ζώου, που είχε αναπτυχθεί κι ύστερα εφάρμοζε στο κομμένο νύχι το καινούριο πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά πεταλόκαρφα, με το χοντρό κεφάλι, με τέτοιο τρόπο, ώστε η αιχμή του καρφιού να βγαίνει από το πλάι μέσα του νυχιού χωρίς να πειράξει την από μέσα ζωντανή σάρκα του ποδιού του ζώου. Μετά το κάρφωμα του καινούριου πετάλου τοποθετούνταν το πόδι του ζώου πάνω στο ξύλινο στρογγυλό κουτσούρι και κόβονταν σύρριζα οι εξέχουσες αιχμές των πεταλόκαρφων. Ύστερα με ειδική ράσπα έξυνε το νύχι στο κάτω μέρος μέχρις ότου νύχι και πέταλο έρθουν στην ίδια επιφάνεια.
Τα καινούρια πέταλα, που χρησιμοποιούνταν στα μουλάρια και στα μικρόσωμα άλογα, ήσαν ολόγεμα, γιατί στα μεγαλόσωμα άλογα χρησιμοποιούνταν πέταλα, που κάλυβαν μόνο γύρω - γύρω το άκρο του πέλματος με κενό το μέσο και με δυο κάθετες εξοχές στα άκρα, για να προφυλάσσουν το άλογο από το γλύστριμα.
Το καγιάρι είναι όμοιο με το καινούριο πετάλωμα με μόνη τη διαφορά ότι στο καγιάρι χρησιμοποιούνταν τα ίδια πέταλα, που φορούσε το ζώο, επειδή δεν παρουσίαζαν μεγάλη φθορά

Πλανόδιος Μανάβης

Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ' αυτό δεν συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.

Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε και αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι που από εδώ και πέρα θα το βλέπουμε όλο και πιο σπάνια. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δύο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά ανάλογα με την εποχή γιατί τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και στην αγορά διακινούνταν μόνο τα εποχιακά. Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο ή από το δίτροχο κάρο. Έπρεπε να φροντίζει ο μανάβης για την καλή κατάσταση του ζώου και τη διατροφή του, να το ξεκουράζει συχνά και να του δίνει νερό. Απαραίτητα εργαλεία: η ζυγαριά (κρεμαστή) οι οκάδες και τα δράμια που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν το 1940 οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γίνονταν με είδος.

Ο κάμπος ήταν φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργούσαν κηπευτικά. Ήταν τα λεγόμενα περιβόλια του κάμπου. Εκεί κάθε κηπουρός ή περιβολάρης καλλιεργούσε τα προϊόντα: πατάτες, τομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. καλλιέργειες φρούτων και ζαρζαβατικών. Επίσης χειμερινά κηπευτικά όπως κουνουπίδια λάχανα, σέλινα, μαρούλια, κρεμμύδια κ.ά.
Πώς τα πουλούσαν
Κάθε περιβολάρης μάζευε τα προϊόντα και τα τοποθετούσε σε διάφορα κοφίνια. Τα μεγάλα κοφίνια τα έλεγαν "ανδρικά" και τα πιο μικρά "καφάσια". Τα κηπευτικά αυτά κάθε πρωί τα φόρτωναν στα άλογα ή τα γαϊδούρια και πήγαιναν και τα πουλούσαν στα περίχωρα. Είχαν μαζί τους και την "πελάντζα" δηλαδή τη ζυγαριά για τις μικρές ποσότητες. Για τις μεγάλες ποσότητες π.χ ένα τσουβάλι πατάτες, είχαν τα "καντάρια". Γύριζαν λοιπόν σε όλο το Κρανίδι και διαλαλούσαν τα προϊόντα φωναχτά ώστε να βγουν οι νοικοκυρές να ψωνίσουν τα προϊόντα τους. Πουλούσαν την πραμάτεια τους στις καλύτερες τιμές διότι τα καλλιεργούσαν μόνοι τους και δεν μεσολαβούσαν οι έμποροι. Είχαν μεγάλη πελατεία σε κάθε γειτονιά επειδή όλοι ήξεραν ότι ήταν φρέσκα και φτηνά. Όταν ξεπουλούσαν πήγαιναν στις ταβέρνες δυο-δυο μανάβηδες φίλοι, έπαιρναν ένα μεζέ και τέλος έκαναν διάφορα ψώνια για τις ανάγκες της οικογένειας. Κατά το μεσημεράκι γύριζαν πάλι στη δουλειά τους. Αυτό γινόταν καθημερινά και έτσι ήταν το επάγγελμα τους.
Λούστρος


Επαγγελματίας λούστρος ήταν αυτός που περιφέρονταν σε διάφορα στέκια της πόλης -καφενεία, καταστήματα, υπηρεσίες και διάφορα σημεία των δρόμων- και έβαφε τα παπούτσια των πελατών του.
Ο εξοπλισμός που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κασελάκι (κιβώτιο), που στις πλαϊνές του θήκες είχε τις μπογιές των παπουτσιών, τις βούρτσες και ότι άλλο χρειαζόταν o λούστροs για τον καθαρισμό και το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό με ένα μακρύ, γερό, δερμάτινο λουρί κρεμιόταν στον ώμο του ιδιοκτήτη, ο οποίος στο άλλο χέρι κρατούσε κι ένα μικρό καρεκλάκι. Αυτή ήταν όλη η περιουσία του λούστρου, που την μετέφερε εύκολα από το ένα στέκι στο άλλο. Ο πελάτης τοποθετούσε το πόδι του στο κέντρο του κιβωτίου, πάνω σε μια μπρούντζινη υπερυψωμένη βάση σε σχήμα παπουτσιού. Και ο λούστρος άρχιζε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις: καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα (Πρώτα του ενός παπουτσιού, ύστερα του άλλου). Μάλιστα πριν χρησιμοποιήσει τη μπογιά του τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνια στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μη λερώσει τις κάλτσες του πελάτη του.
Το επάγγελμα βέβαια έχει εκλείψει σήμερα, μετά τις τόσες εύκολες βαφές παπουτσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο και μπορεί ο καθένας να βάψει εύκολα τα παπούτσια του. Που και που θα συναντήσει κανείς κανέναν πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.
O παγοπώλης ήταν από τους πιο αγαπημένους και ευπρόσδεκτους τακτικούς επισκέπτες των νοικοκυριών μέχρι το 1931, οπότε ο Αμερικανός χημικός Tόμας Mίτζλι παρασκεύασε ένα χημικό μόριο της κατηγορίας των χλωροφθορανθράκων, που γρήγορα οδήγησε στην ανακάλυψη του φρέον, μίας ουσίας άοσμης, σταθερής και μη τοξικής.
Tα ψυγεία όπως τα ξέρουμε σήμερα είχαν γεννηθεί. Mέχρι τότε οι άνθρωποι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους σε πάγο ή σε ογκώδη ψυγεία που χρησιμοποιούσαναμμωνία, ουσία διαβρωτική και δηλητηριώδης. Aργότερα ανακαλύφθηκε ότι οι χλωροφθοράνθρακες βλάπτουν το στρώμα του όζοντος και σήμερα γίνονται προσπάθειες να αντικατασταθούν.
Το παγοποιείο του Φιξ στα Πατήσια, που παρήγε κολόνες πάγου από το 1903, τα τελευταία χρόνια εξυπηρετούσε κάποιες λίγες σημερινές ανάγκες. Έδινε τις παγοκολόνες του στα ψαράδικα για τη συντήρηση των ψαριών. Σταμάτησε της νεώτερης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής.
Η παραγωγή του πάγου ήταν πολλαπλάσια πριν πενήντα 50 χρόνια, όταν εφοδίαζε τα ψυγεία των σπιτιών. Χρόνο με το χρόνο, όμως, τα ψυγεία αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ και ο παγοπώλης δεν περνά πλέον με το κάρο του ή με τη τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του από τις γειτονιές για τη διανομή του πάγου. Δεν αφήνει τις παγοκολόνες να αργολιώνουν στο κεφαλόσκαλο. Και το βρυσάκι του ψυγείου με το στόμιο τυλιγμένο με λευκό τουλπάνι δεν στάζει πια δροσοσταλίδες....


ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ